γυναίοις

γυναίοις
γύναιον
made to a woman
neut dat pl
γύναιος
made to a woman
masc/neut dat pl
γύναιος
made to a woman
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενωραΐζομαι — ἐνωραΐζομαι (Α) 1. θέλω να φαίνομαι ωραίος, κομψεύομαι για χάρη κάποιου («γυναίοις ἐνωραΐζεται», Λουκιαν.) 2. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω («τῷ ἰδίῳ κάλλει ἐνωραΐζεται», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

  • κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδηση — η (Α κυλίνδησις) [κυλίνδω] κύλιση, κύλισμα αρχ. 1. συχνή συναναστροφή, συχνή φοίτηση («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῑς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», Πλούτ.) 2. συνεχής εξάσκηση, απόκτηση εμπειρίας …   Dictionary of Greek

  • μηλόβοτος — μηλόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + βοτος (< βόσκω),… …   Dictionary of Greek

  • φιλόπαις — αιδος, ο, η, ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά του 2. (γενικά) αυτός που αγαπά τα παιδιά αρχ. 1. (για άνδρα) παιδεραστής («ποτέρους ἀμείνονας ἡ γῇ, τοὺς φιλόπαιδας ἤ τοὺς γυναίοις ἀσμενίζοντας», Λουκιαν.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”